„ιδιοκτησία“: θηλυκό ιδιοκτησία [iðioktiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eigentum, Besitz Eigentumουδέτερο | Neutrum, sächlich n ιδιοκτησία Besitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιδιοκτησία ιδιοκτησία examples περνώ στην ιδιοκτησία κάποιου in jemandes Besitz übergehen περνώ στην ιδιοκτησία κάποιου