ιδέα
[iˈðea]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ideeθηλυκό | Femininum, weiblich fιδέαιδέα
- Gedankeαρσενικό | Maskulinum, männlich mιδέα σκέψηιδέα σκέψη
- Ansichtθηλυκό | Femininum, weiblich fιδέα γνώμηιδέα γνώμη
- Vorstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fιδέα εικόνα, παράστασηιδέα εικόνα, παράσταση
- Begriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mιδέα αφηρημένη έννοιαιδέα αφηρημένη έννοια
- Eindruckαρσενικό | Maskulinum, männlich mιδέα εντύπωσηιδέα εντύπωση
- Ideeθηλυκό | Femininum, weiblich fιδέα μικρή ποσότηταSpurθηλυκό | Femininum, weiblich fιδέα μικρή ποσότηταιδέα μικρή ποσότητα