θέμα
[ˈθema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Themaουδέτερο | Neutrum, sächlich nθέμα συζήτησης μουσThematikθηλυκό | Femininum, weiblich fθέμα συζήτησης μουσθέμα συζήτησης μουσ
- Angelegenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fθέμα υπόθεσηSacheθηλυκό | Femininum, weiblich fθέμα υπόθεσηθέμα υπόθεση
- Frageθηλυκό | Femininum, weiblich fθέμα ζήτημαθέμα ζήτημα
- Gesprächsstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέμα συζήτησηςθέμα συζήτησης
- Stammαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέμα γραμματική | Grammatikγραμμθέμα γραμματική | Grammatikγραμμ