ηλεκτρομαγνητικός
[ilektromaɣnitiˈkos], ηλεκτρομαγνητική, ηλεκτρομαγνητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- elektromagnetischηλεκτρομαγνητικόςηλεκτρομαγνητικός
examples
- ηλεκτρομαγνητική κλειδαριάθηλυκό | Femininum, weiblich f αυτοκίνητο | AutoαυτοκZentralverriegelungθηλυκό | Femininum, weiblich f