ηγετικός
[ijetiˈkos], ηγετική, ηγετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ηγετικές ικανότητεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplFührungsqualitätenπληθυντικός | Plural pl
- ηγετικό στυλουδέτερο | Neutrum, sächlich nFührungsstilαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ηγετικός κύκλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m πολιτική | PolitikπολιτFührungsriegeθηλυκό | Femininum, weiblich f