ζιζάνια
[ziˈzania]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unkrautουδέτερο | Neutrum, sächlich nζιζάνιαζιζάνια
examples
- ζιζάνια κήπουPflanzenschädlingαρσενικό | Maskulinum, männlich m