εύκολος
[ˈefkolos], εύκολη, εύκολοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- leichtεύκολος όχι δύσκολοςεύκολος όχι δύσκολος
- einfachεύκολος απλόςεύκολος απλός
- umgänglichεύκολος άνθρωποςεύκολος άνθρωπος
examples
-
- εύκολη λύσηθηλυκό | Femininum, weiblich fPatentlösungθηλυκό | Femininum, weiblich fPatentrezeptουδέτερο | Neutrum, sächlich n