„umgänglich“: Adjektiv umgänglichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εύκολος, βολικός, προσιτός εύκολος, βολικός, προσιτός umgänglich Person, Charakter umgänglich Person, Charakter