„εύγλωττος“ εύγλωττος [ˈevɣlotos], εύγλωττη, εύγλωττοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beredsam, redegewandt beredsam, redegewandt εύγλωττος εύγλωττος