„beredsam“: Adjektiv beredsamAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj gehobener Sprachgebrauch | εξευγενισμένος τρόπος έκφρασηςgeh Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εύγλωττος εύγλωττος beredsam beredsam