„ευρύτητα“: θηλυκό ευρύτητα [eˈvritita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Breite, Weite, Umfang Breiteθηλυκό | Femininum, weiblich f ευρύτητα πλάτος Weiteθηλυκό | Femininum, weiblich f ευρύτητα πλάτος ευρύτητα πλάτος Umfangαρσενικό | Maskulinum, männlich m ευρύτητα γνώσεων, μορφώσεως μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ευρύτητα γνώσεων, μορφώσεως μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ