„ευδιάκριτος“ ευδιάκριτος [evðiˈakritos], ευδιάκριτη, ευδιάκριτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gut erkennbar gut erkennbar ευδιάκριτος ευδιάκριτος