„ερυθρός“ ερυθρός [eriˈθros], ερυθρά, ερυθρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) rot rot ερυθρός ερυθρός examples ερυθρός οίνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Rotwein ερυθρός οίνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ο Ερυθρός Σταυρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m das Rote Kreuz ο Ερυθρός Σταυρόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m η Ερυθρά Θάλασσαθηλυκό | Femininum, weiblich f das Rote Meer η Ερυθρά Θάλασσαθηλυκό | Femininum, weiblich f