„επιδιορθώνω“: μεταβατικό ρήμα επιδιορθώνω [epiðiorˈθono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) reparieren, instand setzen reparieren, instand setzen επιδιορθώνω επιδιορθώνω