επίγειος
[eˈpijios], επίγεια, επίγειοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- irdischεπίγειοςεπίγειος
examples
- επίγεια ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich fErdenlebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n