„εξυπηρετώ“: μεταβατικό ρήμα εξυπηρετώ [eksipireˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dienen, nützlich sein, nutzen, bedienen dienen εξυπηρετώ χρησιμεύω σε εξυπηρετώ χρησιμεύω σε nützlich sein, nutzen (κάποιον jemandem) εξυπηρετώ είμαι χρήσιμος εξυπηρετώ είμαι χρήσιμος bedienen εξυπηρετώ σε κατάστημα εξυπηρετώ σε κατάστημα