„dienen“: intransitives Verb dienenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χρησιμεύω, υπηρετώ, υπηρετώ στο στρατό χρησιμεύω (zu σε als ως) dienen nützlich sein dienen nützlich sein υπηρετώ dienen sich einsetzen dienen sich einsetzen υπηρετώ στο στρατό dienen Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL dienen Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL