εξέδρα
[eˈkseðra]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Podestουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξέδρα για ένα άτομοεξέδρα για ένα άτομο
- Podiumουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξέδρα για ομάδα ομιλητώνεξέδρα για ομάδα ομιλητών
- Tribüneθηλυκό | Femininum, weiblich fεξέδρα γηπέδουεξέδρα γηπέδου
- Rangαρσενικό | Maskulinum, männlich mεξέδρα θέατρο | Theaterθεατεξέδρα θέατρο | Theaterθεατ
- Landungsbrückeθηλυκό | Femininum, weiblich fεξέδρα λιμανιούεξέδρα λιμανιού
- Sprungturmαρσενικό | Maskulinum, männlich mεξέδρα πισίναςεξέδρα πισίνας
examples
- εξέδρα γεώτρησης πετρελαίουÖlplattformθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εξέδρα εκτόξευσηςAbschussrampeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εξέδρα εκτόξευσης πυραύλωνStartrampeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples