„Turmspringen“: Neutrum, sächlich TurmspringenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καταδύσεις από εξέδρα καταδύσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl από εξέδρα Turmspringen Turmspringen