ενόχληση
[eˈnoxlisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Störungθηλυκό | Femininum, weiblich fενόχληση διαταραχή της ομαλότηταςενόχληση διαταραχή της ομαλότητας
- Belästigungθηλυκό | Femininum, weiblich fενόχληση φορτικότηταενόχληση φορτικότητα
- Beschwerdeθηλυκό | Femininum, weiblich fενόχληση σωματικήενόχληση σωματική