„ενιαίος“ ενιαίος [eniˈeos], ενιαία, ενιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einheitlich einheitlich ενιαίος ενιαίος examples ενιαία τιμήθηλυκό | Femininum, weiblich f Pauschalpreisαρσενικό | Maskulinum, männlich m ενιαία τιμήθηλυκό | Femininum, weiblich f ενιαίο κόμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Einheitsparteiθηλυκό | Femininum, weiblich f ενιαίο κόμμαουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενιαίο κράτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Einheitsstaatαρσενικό | Maskulinum, männlich m ενιαίο κράτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενιαίο σχολείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n Gesamtschuleθηλυκό | Femininum, weiblich f ενιαίο σχολείοουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενιαίο τιμολόγιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ Flatrateθηλυκό | Femininum, weiblich f ενιαίο τιμολόγιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ hide examplesshow examples