„εναρμονίζω“: μεταβατικό ρήμα εναρμονίζω [enarmoˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) harmonisieren harmonisieren εναρμονίζω εναρμονίζω examples εναρμονίζω κάτι etwas in Übereinstimmung bringen εναρμονίζω κάτι