εναρκτήριος
[enarkˈtirios], εναρκτήρια, εναρκτήριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- εναρκτήρια προσφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fEinführungsangebotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- εναρκτήριος λόγοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mAntrittsredeθηλυκό | Femininum, weiblich fEröffnungsredeθηλυκό | Femininum, weiblich f