„ενέχυρο“: ουδέτερο ενέχυρο [eˈneçiro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pfand Pfandουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενέχυρο ενέχυρο examples βάζω ή δίνω ενέχυρο verpfänden βάζω ή δίνω ενέχυρο