„εμποδίζω“: μεταβατικό ρήμα εμποδίζω [emboˈðizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hindern, verhindern, behindern, stören hindern εμποδίζω εμποδίζω verhindern εμποδίζω αποτρέπω εμποδίζω αποτρέπω behindern, stören εμποδίζω παρεμβάλλω εμπόδια, ενοχλώ εμποδίζω παρεμβάλλω εμπόδια, ενοχλώ examples εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι jemandem daran hindern, etwas zu tun εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι