ελάχιστα
[eˈlaxista]επίρρημα | Adverb advOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kaumελάχισταελάχιστα
examples
- ελάχιστα επεμβατική χειρουργικήθηλυκό | Femininum, weiblich fminimalinvasive Chirurgieθηλυκό | Femininum, weiblich f