εκπνέω
[ekˈpneo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausatmenεκπνέωεκπνέω
- ablaufen, verstreichen lassenεκπνέω προθεσμίαεκπνέω προθεσμία
- sein Leben aushauchenεκπνέω πεθαίνωεκπνέω πεθαίνω