„Εδέμ“: θηλυκό Εδέμ [eˈðem]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eden Edenουδέτερο | Neutrum, sächlich n Εδέμ Εδέμ examples ο κήπος της Εδέμ der Garten Eden ο κήπος της Εδέμ