„δυσμένεια“: θηλυκό δυσμένεια [ðizˈmenia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ungnade Ungnadeθηλυκό | Femininum, weiblich f δυσμένεια δυσμένεια examples πέφτω σε δυσμένεια in Ungnade fallen (γενική | Genitivgen bei) πέφτω σε δυσμένεια