Greek-German translation for "δυναμικό"
"δυναμικό" German translation
δυναμικό σπορουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Kraftsportαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δυναμικό σπορουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εργατικό δυναμικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Arbeitskraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
εργατικό δυναμικόουδέτερο | Neutrum, sächlich n