δικαστικός
[ðikastiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, δικαστική, δικαστικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gerichtlich, Gerichts-, richterlichδικαστικόςδικαστικός
examples
- δικαστικά έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplπληθυντικός | Plural plProzesskostenπληθυντικός | Plural pl
- δικαστική απόφασηθηλυκό | Femininum, weiblich fGerichtsbeschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δικαστική διαδικασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fGerichtsverfahrenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples
δικαστικός
[ðikastiˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)