διαστημικός
[ðiastimiˈkos], διαστημική, διαστημικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- διαστημικά ταξίδιαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplRaumfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαστημική έρευναθηλυκό | Femininum, weiblich fWeltraumforschungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαστημική τουρίστριαθηλυκό | Femininum, weiblich fWeltraumtouristinθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples