„διαρκώ“: αμετάβατο ρήμα διαρκώ [ðiarˈko]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dauern, andauern, fortdauern, währen dauern, andauern, fortdauern, währen διαρκώ διαρκώ examples πόσο θα διαρκέσει ακόμα; wie lange dauert es noch? πόσο θα διαρκέσει ακόμα;