„διαπομπεύω“: μεταβατικό ρήμα διαπομπεύω [ðiapomˈbevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) an den Pranger stellen an den Pranger stellen διαπομπεύω διαπομπεύω