διαπεραστικός
[ðiaperastiˈkos], διαπεραστική, διαπεραστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- durchdringendδιαπεραστικός βλέμμα, πόνοςδιαπεραστικός βλέμμα, πόνος
- penetrantδιαπεραστικός μυρωδιάδιαπεραστικός μυρωδιά
- διαπεραστικός ήχος
- beißendδιαπεραστικός κρύοδιαπεραστικός κρύο