„schrill“: Adjektiv schrillAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διαπεραστικός, ψιλός, οξύς, χτυπητός, έξαλλος, τρελός διαπεραστικός, ψιλός, οξύς schrill Ton, Stimme schrill Ton, Stimme χτυπητός schrill Farbe schrill Farbe έξαλλος, τρελός schrill Mode, Musik schrill Mode, Musik