διαδήλωση
[ðiaˈðilosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bekundungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαδήλωση γνωστοποίησηδιαδήλωση γνωστοποίηση
- Kundgebungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαδήλωση πορείαDemonstrationθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαδήλωση πορείαδιαδήλωση πορεία
examples
- κάνω διαδήλωσηdemonstrieren (για, υπέρ für κατά, εναντίον gegen)