δεξιοτεχνία
[ðeksiotexˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Handfertigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδεξιοτεχνίαKunstfertigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδεξιοτεχνίαGeschickουδέτερο | Neutrum, sächlich nδεξιοτεχνίαδεξιοτεχνία