„δίαιτα“: θηλυκό δίαιτα [ˈðieta]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Diät Diätθηλυκό | Femininum, weiblich f δίαιτα δίαιτα examples κάνω δίαιτα Diät halten, Diät machen κάνω δίαιτα