γυμνασμένος
[jimnazˈmenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- geübt, durchtrainiertγυμνασμένοςγυμνασμένος
examples
- γυμνασμένοι κοιλιακοίπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplWaschbrettbauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m