γυαλιά
[jaˈʎa]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Sonnen-)Brilleθηλυκό | Femininum, weiblich fγυαλιά ηλίουγυαλιά ηλίου
- Glassplitterπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplγυαλιά κομμάτια γυαλιούγυαλιά κομμάτια γυαλιού
examples
- γυαλιά κολύμβησηςSchwimmbrilleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γυαλιά με κοκάλινο σκελετόHornbrilleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- γυαλιά με χοντρό μεταλλικό σκελετόNickelbrilleθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples