„Hornbrille“: Femininum, weiblich HornbrilleFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γυαλιά με κοκάλινο σκελετό γυαλιάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl με κοκάλινο σκελετό Hornbrille Hornbrille