„γνέφω“: αμετάβατο ρήμα γνέφω [ˈɣnefo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ψα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) winken, zuwinken, ein Zeichen geben winken (σεδοτική | Dativ dat) γνέφω γνέφω zuwinken (σεδοτική | Dativ dat) γνέφω με τα χέρια γνέφω με τα χέρια ein Zeichen geben (σεδοτική | Dativ dat) γνέφω με τα μάτια, το κεφάλι γνέφω με τα μάτια, το κεφάλι