„γκρινιάρης“: επίθετο, ως επίθετο γκρινιάρης [griˈɲaris]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, γκρινιάρα, γκρινιάρικο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mürrisch, quengelig mürrisch γκρινιάρης δύστροπος γκρινιάρης δύστροπος quengelig γκρινιάρης μικρό παιδί γκρινιάρης μικρό παιδί „γκρινιάρης“: αρσενικό και θηλυκό γκρινιάρης [griˈɲaris]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nörgler Nörglerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f γκρινιάρης γκρινιάρης