„γκρίζος“ γκρίζος [ˈgrizos], γκρίζα, γκρίζοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) grau grau γκρίζος μάτια, ουρανός γκρίζος μάτια, ουρανός examples γκρίζα αλεπούθηλυκό | Femininum, weiblich f Graufuchsαρσενικό | Maskulinum, männlich m γκρίζα αλεπούθηλυκό | Femininum, weiblich f γκρίζα διαφήμισηθηλυκό | Femininum, weiblich f Schleichwerbungθηλυκό | Femininum, weiblich f γκρίζα διαφήμισηθηλυκό | Femininum, weiblich f γκρίζα φάλαιναθηλυκό | Femininum, weiblich f Grauwalαρσενικό | Maskulinum, männlich m γκρίζα φάλαιναθηλυκό | Femininum, weiblich f