γηγενής
[jijeˈnis], γηγενής, γηγενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- γηγενής πληθυσμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mUrbevölkerungθηλυκό | Femininum, weiblich f