„γαλήνιος“ γαλήνιος [ɣaˈlinios], γαλήνια, γαλήνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ruhig, gelassen, ruhig ruhig γαλήνιος θάλασσα γαλήνιος θάλασσα gelassen, ruhig γαλήνιος άνθρωπος γαλήνιος άνθρωπος