„γάλα“: ουδέτερο γάλα [ˈɣala]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <-κτος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Milch Milchθηλυκό | Femininum, weiblich f γάλα γάλα examples πλήρες γάλα Vollmilchθηλυκό | Femininum, weiblich f πλήρες γάλα άπαχο γάλα fettarme Milchθηλυκό | Femininum, weiblich f άπαχο γάλα αποβουτυρωμένο γάλα entrahmte Milchθηλυκό | Femininum, weiblich f αποβουτυρωμένο γάλα αγελαδινό γάλα Kuhmilchθηλυκό | Femininum, weiblich f αγελαδινό γάλα συμπυκνωμένο γάλα Kondensmilchθηλυκό | Femininum, weiblich f συμπυκνωμένο γάλα γάλα καρύδας Kokosmilchθηλυκό | Femininum, weiblich f γάλα καρύδας γάλα μεγάλης διάρκειας H-Milchθηλυκό | Femininum, weiblich f γάλα μεγάλης διάρκειας γάλα σε σκόνη Milchpulverουδέτερο | Neutrum, sächlich n γάλα σε σκόνη hide examplesshow examples