„βραδάκι“: ουδέτερο βραδάκι [vraˈðakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) früher Abend früher Abendαρσενικό | Maskulinum, männlich m βραδάκι βραδάκι examples κατά το βραδάκι gegen Abend, am frühen Abend κατά το βραδάκι