βούτυρο
[ˈvutiro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Butterθηλυκό | Femininum, weiblich fβούτυροβούτυρο
examples
- ψωμίουδέτερο | Neutrum, sächlich n με βούτυροButterbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βούτυρο με βόταναKräuterbutterθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βούτυρο με σκόρδοKnoblauchbutterθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples